- λευκοσιδηρουργείο(ν)
- το мастерская жестянщика
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λευκοσιδηρουργείο — το εργαστήριο όπου κατασκευάζονται είδη από λευκοσίδηρο, κν. τενεκετζήδικο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λευκοσιδηρουργός. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Σκριπ] … Dictionary of Greek